σκυλάκι

σκυλάκι
(antirrhinum majus). Φυτό, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι αντίρρινο. Πρόκειται για ποώδες φυτό της οικογένειας των Σηροφουλαριιδών. Εχει βλαστό όρθιο, ύψους 30-50 εκ., φύλλα λογχοειδή ακέραια, λεία, και άνθη αρκετά μεγάλα, με εντυπωσιακά χρώματα (λευκά, ωχροκίτρινα, πορτοκαλιά, κόκκινα, πορφυρένια), σε διάταξη επάκριου βότρυ που βγαίνει το Μάιο με Σεπτέμβριο. Έχουν κάλυκα μικρό με 5 σέπαλα, στεφάνη σωληνοειδή -διογκωμένη, ζυγόμορφη (με συμμετρία δίπλευρη), δίχειλο, με κάτω χείλος εξογκωμένο και πάντοτε κίτρινο, που εφαρμόζει με το πάνω χείλος έτσι ώστε να κλείνει το στόμιο του σωλήνα. Το χείλος ανοίγει, όπως ο λάρυγγας, με πίεση που ασκούν τα επικονιαστικά έντομα ή με πλάγια συμπίεση· γι’ αυτό ονομάζεται σ. ή (παλιότερα) λυκόστομα. Ο καρπός είναι κάψα με πολλά καφετιά σπέρματα. Προέρχεται από μια επιφυή ωοθήκη, εγκαταστημένη στο βάθος του σωλήνα της στεφάνης. Το άγριο σ. αυτοφύεται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, σε βράχους, επικλινή εδάφη, ερείπια. Από το άγριο προέρχονται με διασταυρώσεις και επιλογή, πλήθος ποικιλίες (νάνες, μέτριες, υψηλές), με πολλούς χρωματισμούς, που καλλιεργούνται στους κήπους ως καλλωπιστικά φυτά. Το σκυλάκι (αντίρρινο το μέγα), ετήσιο καλλωπιστικό, έχει άνθη με ποικίλους χρωματισμούς.
* * *
το / σκυλάκιον, ΝΑ [σκύλαξ, -ακος]
μικρό σκυλί, νεογνό σκύλου
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τών καλλωπιστικών φυτών αντίρρινο, δελφίνιο, κυκλάμινο και οφρύς, λόγω τής εξωτερικής ομοιότητας τών ανθέων τους με το κεφάλι μικρού σκύλου
2. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού σκυλιόρρινος
αρχ.
1. νεογνό οποιουδήποτε ζώου
2. είδος κολλυρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκυλάκι — το 1. μικρό σκυλί. 2. είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκύλακι — Σκύλαξ young dog masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλακι — σκύλαξ young dog masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • κοκόνι — το 1. σκυλάκι 2. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος …   Dictionary of Greek

  • κουλουκιάζω — στριμώχνομαι σε μια θέση, μαζεύομαι σε μια γωνιά σαν σκυλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουλούκι] …   Dictionary of Greek

  • κυνάριον — το (Α κυνάριον) σκυλάκι («προσάλλεσθαί σε δεήσει ὥσπερ τὰ κυνάρια», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ. άριον] …   Dictionary of Greek

  • κυνίδιον — κυνίδιον, τὸ (Α) [κύων] σκυλάκι, κουτάβι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”